- φουσκιάζω
- (I)Μδ. γρ < ρ. τού φουρκίζω.————————(II)Ν [φούσκα (Ι)]1. (για καρπούς) σχηματίζω φούσκες, έχω κενά στο εσωτερικό2. (για πρόσ.) έχω πλαδαρά εξογκώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουσκιάζω — φούσκιασα, φουσκιασμένος 1. αμτβ., φουσκαλιάζω (βλ. λ.). 2. (για καρπούς), κάνω φούσκες, έχω εσωτερικά κενά, είμαι κούφιος: Κολοκύθια φουσκιασμένα. 3. (για ψωμί, πίτες κτό.), κάνω (έχω) φουσκάλες. 4. (για το σώμα), έχω πλαδαρά πρηξίματα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)